- δικτυεύς
- δικτυεύςone who fishes with netsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δικτυεύς — δικτυεύς, ο (Α) αυτός που ψαρεύει με δίχτυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + (επίθημα) ευς (πρβλ. αλιεύς)] … Dictionary of Greek
δικτυεῖς — δικτυεύς one who fishes with nets masc acc pl δικτυεύς one who fishes with nets masc nom/voc pl (parad form) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυεῖ — δικτυεύς one who fishes with nets masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυεῦσι — δικτυεύς one who fishes with nets masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικτυεῦσιν — δικτυεύς one who fishes with nets masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)